- επιφωνώ
- (AM ἐπιφωνῶ, -έω)φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντεςσταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ)μσν.1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω2. προσφωνώ3. διατάζω4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαια) συμβουλεύω, προτρέπωβ) παραγγέλνω, διατάζωγ) γνωστοποιώαρχ.-μσν.μιλώ, λέωαρχ.1. αναφέρω κάτι με το όνομά του, μιλώ για κάτι («ὦ παῑδες, ἀπεῑπεν ἐμοὶ ἐκεῑνος μήτε πελάζειν ἐς τούσδε τόπους μήτ’ ἐπιφωνεῑν... ἱερὰν θήκην», Σοφ.)2. επονομάζω κάποιον ή κάτι χαρακτηριστικά («βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος λέγεταιτοῑς γὰρ ἀνδρειοτάτοις Ὅμηρος εἴωθεν ἐπιφωνεῑν, καλούντων τῶν παλαιῶν τὸν πόλεμον βοήν», Αθήν.)3. προσθέτω τίτλο4. αντιφωνώ σε τελετουργικές πράξεις («προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῑς δαπανωμένης τῆς θυσίας,...τῶν τε λοιπῶν ἐπιφωνούντων, ὡς Νεεμίου», ΠΔ)5. προσθέτω κάτι επεξηγηματικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φωνώ (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.